σκήψις

σκήψις
Αρχαία πόλη της Τρωάδας, στη Μυσία της Μ. Ασίας. Ιδρύθηκε από τους Τρώες και κατά τους ιστορικούς χρόνους κατοικήθηκε από Μιλήσιους άποικους. Οι κάτοικοι της μεταφέρθηκαν από τον Αντίγονο στην Αλεξάνδρεια αλλά αργότερα με την άδεια του Λυσίμαχου γύρισαν στην πατρίδα τους. Ίδρυσαν τότε τη Νέα Σ. Στα χρόνια του Βυζαντίου ονομαζόταν Σκέψις και συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις 30 πόλεις της επαρχίας Ελλήσποντου.
* * *
-ήψεως, ἡ, Α [σκήπτω]
1. πρόφαση, πρόσχημα, δικαιολογία («μὴ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τίθης», Σοφ.)
2. προσποίηση, υποκρισία («σκῆψις ἡ νόσος... ἔδοξεν» — η νόσος φάνηκε πως ήταν προσποιητή, Λουκιαν.)
3. ένσταση
4. η συγκέντρωση υγρού σε ένα σημείο τού σώματος, απόσκηψις*
5. φρ. α) «σκῆψιν ποιοῦμαι τι» — χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση (Ηρόδ.)
β) «σκῆψιν προτείνω» και «σκῆψιν δείκνυμι» και «σκῆψιν φέρω» και «σκῆψιν λέγω» — προφασίζομαι, δικαιολογούμαι (Ευρ., Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκῆψις — pretext fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκῆψιν — σκῆψις pretext fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκήψει — σκήπτω prop aor subj act 3rd sg (epic) σκήπτω prop fut ind mid 2nd sg σκήπτω prop fut ind act 3rd sg σκή̱ψει , σκῆψις pretext fem nom/voc/acc dual (attic epic) σκή̱ψεϊ , σκῆψις pretext fem dat sg (epic) σκή̱ψει , σκῆψις pretext fem dat sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… …   Dictionary of Greek

  • σκήψεις — σκήπτω prop aor subj act 2nd sg (epic) σκήπτω prop fut ind act 2nd sg σκή̱ψεις , σκῆψις pretext fem nom/voc pl (attic epic) σκή̱ψεις , σκῆψις pretext fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • притворение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (σκῆψις) прикрытие, вид, личина. Мин. мес. нояб. 11 …   Словарь церковнославянского языка

  • Αιολίς — Ονομασία διαφόρων περιοχών της αρχαιότητας που κατοικήθηκαν από τους Αιολείς. 1. Το βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας μαζί με τα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Στην περίοδο της ακμής της, εκτεινόταν από την Προποντίδα και τη χερσόνησο της Κυζίκου στα… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՐՈՒՐ — (մանաւանդ ԲԱՐՈՒՐՔ, րուրս.) NBH 1 468 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c, 15c ԲԱՐՈՒՐ մանաւանդ՝ ԲԱՐՈՒՐՔ. πρόφασις , αἱτία, ὐπόθεσις, σκήψις, περίστασις, ἁφορμή praetextus, causa, ocasio, ansa,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • σκηψίων — σκήπτω prop fut part act masc nom sg (doric) σκη̱ψίων , σκῆψις pretext fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκήψεσι — σκή̱ψεσι , σκῆψις pretext fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”